ἐκκλησιαζομένους

ἐκκλησιαζομένους
ἐκκλησιάζω
hold an assembly
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντίδωρο — το (AM ἀντίδωρον) μσν. νεοελλ. τεμάχιο ευλογημένου άρτου που μοιράζουν οι ιερείς στους εκκλησιαζόμενους στο τέλος της θείας Λειτουργίας αρχ. μσν. αυτό που δίνεται ως αντίδωρεά …   Dictionary of Greek

  • βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • στασίδι — Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να… …   Dictionary of Greek

  • κόλλυβα — τα βρασμένο στάρι ανάμειχτο με σταφίδα, ζάχαρη κ.ά., που φέρνεται στην εκκλησία σε δίσκο κατά τα μνημόσυνα και μοιράζεται στους εκκλησιαζόμενους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”